part-time
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]part-time (en) (χωρίς παραθετικά)
- μερικός, για ένα μέρος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται
- ⮡ a part-time job - μερική απασχόληση
- ⮡ A high percentage of the female staff are part-time workers.
- Ένα υψηλό ποσοστό του γυναικείου προσωπικού είναι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση.
Επίρρημα
[επεξεργασία]part-time (en) (χωρίς παραθετικά)
- μερικώς, για ένα μέρος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται
- ⮡ I am employed part-time.
- Απασχολούμαι μερικώς.
- ⮡ I am employed part-time.