serviette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

serviette < servir + -ette

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
serviette serviettes

serviette (fr) θηλυκό

  1. η πετσέτα
  2. serviette hygiénique - η σερβιέτα