towel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
towel | towels |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]towel (en)
- η πετσέτα (για το μπάνιο)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- throw in the towel: τα παρατάω, παραδέχομαι την αποτυχία ή την ήττα
Ρήμα
[επεξεργασία]- χρησιμοποιώ πετσέτα για το σκούπισμα του σώματος, τη απορρόφηση υγρού από κάποια επιφάνεια κλπ.