towel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
towel (en)
- η πετσέτα (για το μπάνιο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- throw in the towel: τα παρατάω, παραδέχομαι την αποτυχία ή την ήττα
Ρήμα[επεξεργασία]
- χρησιμοποιώ πετσέτα για το σκούπισμα του σώματος, τη απορρόφηση υγρού από κάποια επιφάνεια κλπ.