καπιτονέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καπιτονέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική capitonné < capitonner < ιταλική capitone < λατινική capito < caput < πρωτοϊταλική kaput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput- / *káput ‎(κεφάλι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.pi.toˈne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πι‐το‐νέ

Επίθετο

[επεξεργασία]

καπιτονέ άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
καπιτονέ τσάντα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καπιτονέ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]