επενδυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επενδυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επενδύω
Μετοχή[επεξεργασία]
επενδυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επενδύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επενδυμένος
|