πρωτεύουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτεύουσα < θηλυκό του πρωτεύων, της μετοχής ενεστώτα του πρωτεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitale ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hauptstadt)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈte.vu.sa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτεύουσα θηλυκό
- η πόλη στην οποία εδρεύει η κυβέρνηση μιας χώρας
- η πόλη στην οποία εδρεύουν οι διοικητικές αρχές ενός νομού
- (κατʼ επέκταση) πόλη που συγκεντρώνει τις σημαντικότερες δραστηριότητες για έναν τομέα
- ※ Λένε ότι το Μιλάνο είναι η οικονομική πρωτεύουσα της Ιταλίας
[επεξεργασία]
- πρωτευουσιάνα
- πρωτευουσιάνικα
- πρωτευουσιάνικος
- πρωτευουσιάνος
- συμπρωτεύουσα
- → δείτε τις λέξεις πρωτεύω και πρώτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)