συμπρωτεύουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπρωτεύουσα < συν- + πρωτεύουσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπρωτεύουσα θηλυκό
- η δεύτερη σε πληθυσμιακό μέγεθος, αλλά και διοικητικά, πόλη μιας χώρας
- (ειδικότερα) (για την Ελλάδα) η Θεσσαλονίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπρωτεύουσα