столица
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
столица (bg) θηλυκό
Ρωσικά (ru) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
столица (ru) θηλυκό
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
столица (sr) (λατινική γραφή: stolica) θηλυκό
- η καρέκλα