μονοπάτιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπάτιν < μονο- + πατ(ῶ) (κλίση -έω [1]) + -ιν < -ιον (από τύπο μονοπάτιον του 6ου αιώνα (στον du Cange [2])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοπάτιν ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) το μονοπάτι
  2. (μεταφορικά) το μονοπάτι, η επιλογή τρόπου συμπεριφοράς ή ζωής
     συνώνυμα: στράτα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μόνος, πάτος και πατῶ

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πατῶ - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. 2,0 2,1 ΜΟΝΟΠΆΤΙΝ, § 953, Τόμος Α΄du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]

Πηγές[επεξεργασία]