μονοπατίτσιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοπατίτσιν < μονοπάτ(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσιν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοπατίτσιν ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]