trace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trace (fr) θηλυκό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trace (en)
- ίχνος, χνάρι
- ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
- (μαθηματικά) το άθροισμα των στοιχείων της διαγωνίου ενός τετραγωνικού πίνακα
Ρήμα[επεξεργασία]
trace (en)
- ακολουθώ τα ίχνη κάποιου
- σχεδιάζω, χαράζω
- αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί, ξεπατικώνω