trace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trace | traces |
trace (en)
- το ίχνος, το χνάρι
- ↪ The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
- ↪ The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- το ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
- (μαθηματικά) το άθροισμα των στοιχείων της διαγωνίου ενός τετραγωνικού πίνακα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | trace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | traces |
αόριστος | traced |
παθητική μετοχή | traced |
ενεργητική μετοχή | tracing |
trace (en)
- ακολουθώ τα ίχνη κάποιου
- σχεδιάζω, χαράζω
- ξεπατικώνω, αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trace (fr) θηλυκό