χνάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χνάρι τα χνάρια
      γενική του χναριού των χναριών
    αιτιατική το χνάρι τα χνάρια
     κλητική χνάρι χνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χνάρι < μεσαιωνική ελληνική ἰχνάριον (υποκοριστικό του ἴχνος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χνάρι ουδέτερο και αχνάρι

  1. το αποτύπωμα ποδιού ζώου ή ανθρώπου στο έδαφος, το ίχνος πατημασιάς
  2. (μεταφορικά) το σημάδι, το ίχνος
  3. (παρωχημένο) το πατρόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]