τροχιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροχιά οι τροχιές
      γενική της τροχιάς των τροχιών
    αιτιατική την τροχιά τις τροχιές
     κλητική τροχιά τροχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το μικρότερο σώμα κινείται σε τροχιά γύρω από το μεγαλύτερο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχιά < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τροχιά (ίχνος στεφάνης τροχού) < τροχός
για τον αστρονομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική orbite [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾoˈça/ & /tɾoˈçi̯a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχιά θηλυκό

  1. (αστρονομία) η διαδρομή που ακολουθεί ένα ουράνιο σώμα καθώς περιφέρεται, λόγω βαρύτητας, γύρω από ένα άλλο σώμα με μεγαλύτερη μάζα
    ο δορυφόρος τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη γη
  2. σιδηροτροχιά
  3. (μεταφορικά) η πορεία της ζωής κάποιου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροχιᾱ́ αἱ τροχιαί
      γενική τῆς τροχιᾶς τῶν τροχιῶν
      δοτική τῇ τροχι ταῖς τροχιαῖς
    αιτιατική τὴν τροχιᾱ́ν τὰς τροχιᾱ́ς
     κλητική ! τροχιᾱ́ τροχιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροχιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τροχιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχιά < αρχαία ελληνική τροχ(ός) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχιά θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]