σιδερένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδερένιος < από τη λέξη σίδερο (χημικό στοιχείο από τα μέταλλα)
Επίθετο[επεξεργασία]
σιδερένιος
- που είναι φτιαγμένος από σίδερο
- σιδερένιες καγκελόπορτες
- (μεταφορικά) που είναι εξαιρετικά γερός, δυνατός, αλύγιστος, σκληρός, αποφασιστικός, υγιής
- σιδερένιο χέρι με βελούδινο γάντι
- είχε σιδερένια θέληση, γι' αυτό και τελικά πέτυχε το σκοπό του
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σιδερένιος(/νια/νιο): ευχή για καλυτέρευση της υγείας