iron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
iron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική iren
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
iron | irons |
iron (en)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: σίδηρος
- το σίδερο, συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων
- ↪ an electric iron - ηλεκτρικό σίδερο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | iron |
γ΄ ενικό ενεστώτα | irons |
αόριστος | ironed |
παθητική μετοχή | ironed |
ενεργητική μετοχή | ironing |
iron (en)