ironing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το σιδέρωμα
- ⮡ a device for ironing clothes - συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ironing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του iron