σιδηροδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδηροδρομικός < σιδηρόδρομος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σιδηροδρομικός, -ή, -ό
- σχετικός με το σιδηρόδρομο
- σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, σιδηροδρομική γραμμή
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηροδρομικός
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιδηροδρομικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου σιδηροδρομικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδηροδρομικός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδηροδρομικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)