μύτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύτη | οι | μύτες |
γενική | της | μύτης | των | (μυτών) |
αιτιατική | τη | μύτη | τις | μύτες |
κλητική | μύτη | μύτες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μύτη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύτη < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μύτη θηλυκό
- όργανο που βρίσκεται στο πρόσωπο ανάμεσα στα χείλη και τα μάτια, προεξέχει από αυτό και έχει δύο εισόδους (τα ρουθούνια) που χρησιμεύουν στην αναπνοή και την όσφρηση
- το όργανο της όσφρησης στα θηλαστικά
- η ικανότητα της όσφρησης
- (μεταφορικά) η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι
- ↪ έχω μύτη εγώ, όλα τα καταλαβαίνω
- προεξοχή, κορυφή, αιχμή
- η άκρη, το μπροστινό μέρος
- ↪ περπατούσε στις μύτες των ποδιών (με τα ακροδάχτυλα)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σέρνω απ' τη μύτη / τον σέρνει από τη μύτη: τον ελέγχει απόλυτα, τον κάνει ό,τι θέλει
- χώνω τη μύτη μου: ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν
- να μου τρυπήσεις τη μύτη: αυτό που λες δεν πρόκειται να γίνει
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται: όταν κάποιος λόγω μη προσοχής την ΄΄πατάει΄΄ σε κάτι που γνωρίζει
- σκάω μύτη: εμφανίζομαι, έρχομαι από κάπου ξαφνικά
- περνάω σε κάποιον το χαλκά από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δε βλέπω καλά και μεταφορικά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα
- σηκώνω μύτη: συμπεριφέρομαι με έπαρση
- κάτω από τη μύτη μου: χωρίς να το πάρω είδηση
- με τρώει η μύτη μου: πάω γυρεύοντας να φάω ξύλο εξαιτίας της συμπεριφοράς μου
- μου τρέχει ή μου στάζει η μύτη: έχω καταρροή
- έχει μεγάλη μύτη: συμπεριφέρεται με έπαρση, αλαζονεία
- μου μπήκε στη μύτη: είναι ενοχλητικός με τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του
- μου έσπασε τη μύτη: για κάτι, που έχει έντονο και ευχάριστο άρωμα (συνήθως καλό φαγητό)
- μάτωσε ή άνοιξε η μύτη μου: άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου
- μου βγαίνει κάτι από τη μύτη: για ορισμένη ευχαρίστηση ή ωφέλεια υφίσταμαι μεγαλύτερη στενοχώρια ή ζημία.
- πέφτουν μύτες: κάνει πολύ κρύο
- δε μάτωσε ή δεν άνοιξε μύτη: δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός, τακτοποιήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά. (βλ. αντίστοιχη έκφραση: δεν άνοιξε ή δε μάτωσε ρουθούνι)
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
μυτ-
μυτ-
- γερακομύτης
- καμπουρομύτης, καμπουρομύτα
- κουτσομύτης, κουτσομύτα, κουτσομύτικο
- μπρούμυτα
- μπουμυτίζω
- μυταράς
- μυτιά
- μυτίζω
- μυτερός
- μυτόγκα/μυτόνγκα
- μύτος (μεγεθυντικό)
- μυτοτσίμπιδο
- μυτούλα, μυτουλίνα (υποκοριστικά)
- ξεμυτίζω
- ξεμύτισμα
- πλακουτσομύτης, πλακουτσομύτα
- πλατσομύτης, πλατσομύτα
- σουβλομύτης, σουβλομύτα, σουβλομύτικο
- στραβομύτης, στραβομύτα, στραβομύτικο
- φαρμακομύτης, φαρμακομύτα
- ψηλομύτης, ψηλομύτα
- λήγουν σε -μύτης - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μύτη
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μύτη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)