ξεμυτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμυτίζω < ξε- + μύτ(η) + -ίζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.miˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐μυ‐τί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεμυτίζω και ξεμυτώ, αλλά οι περισσότεροι χρόνοι σχηματίζονται από το ξεμυτίζω

  • προβάλλω σιγά σιγά ή διστακτικά, αρχίζω να φαίνομαι
    Απο πού ξεμύτισες εσύ; (πώς βρέθηκες έτσι ξαφνικά εδώ, σιγά και κρυφά, πετάχτηκες από το πουθενά)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]