pointe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pointe | pointes |
pointe (fr) θηλυκό
- η αιχμή, η μύτη
- το αποκορύφωμα, η αποκορύφωση