όσφρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όσφρηση | οι | οσφρήσεις |
γενική | της | όσφρησης* | των | οσφρήσεων |
αιτιατική | την | όσφρηση | τις | οσφρήσεις |
κλητική | όσφρηση | οσφρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οσφρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όσφρηση < αρχαία ελληνική ὄσφρησις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.sfɾi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όσφρηση θηλυκό