οσμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀσμή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσμή οι οσμές
      γενική της οσμής των οσμών
    αιτιατική την οσμή τις οσμές
     κλητική οσμή οσμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οσμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀσμή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οσμή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
οσμ- 
  • → δείτε και τη λέξη όζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]