μυρωδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυρωδιά οι μυρωδιές
      γενική της μυρωδιάς των μυρωδιών
    αιτιατική τη μυρωδιά τις μυρωδιές
     κλητική μυρωδιά μυρωδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυρωδιά < μεσαιωνική ελληνική μυρωδιά / μυρωδία < ελληνιστική κοινή μυρώδης < αρχαία ελληνική μύρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.ɾoˈðʝa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυρωδιά θηλυκό

  1. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό υλικών σωμάτων που γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση της όσφρησης κατά τρόπο ευχάριστο ή δυσάρεστο
     συνώνυμα: οσμή
  2. (μεταφορικά) ψήγμα γνώσης, νύξη, ψύλλιασμα, μία ισχνή ιδέα (πχ. για το τι συμβαίνει)
  3. (μεταφορικά) ακαθόριστη ή ελάχιστη ιδέα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • παίρνω μυρωδιά: αντιλαμβάνομαι ή απολαμβάνω κάτι, αλλά πολύ λίγο
    ένα χρόνο κάνει αγγλικά και δεν έχει πάρει μυρωδιά ακόμα (δεν έχει μάθει τίποτα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]