ευωδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευωδιά, Ευωδιά, εὐωδία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευωδία οι ευωδίες
      γενική της ευωδίας των ευωδιών
    αιτιατική την ευωδία τις ευωδίες
     κλητική ευωδία ευωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευωδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐωδία. Συγκρίνετε με το ευωδιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.voˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ω‐δί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευωδία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]