нос
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
нос (bg)
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
нос (sr) (λατινική γραφή: nos) αρσενικό
- η μύτη