Μετάβαση στο περιεχόμενο

nos

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (bs)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

nos (fr)

  • κτητική αντωνυμία, χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν πολλά υποκείμενα και πολλά αντικείμενα: μας



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

nos (es)

προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός1ο yome
2ο teti
3οαρσενικό élloleseél
θηλυκό ellalaella
πληθυντικός1οαρσενικό nosotrosnosnosotros
θηλυκό nosotrasnosotras
2οαρσενικό vosotrososvosotros
θηλυκό vosotrasvosotras
3οαρσενικό ellosloslesseellos
θηλυκό ellaslasellas



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (hr) αρσενικό



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

nos (la)

Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (sr)

  • λατινική γραφή του нос



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (sk) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (cs) αρσενικό