ego

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (en)


Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (bs)


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (fr)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (es)


Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ego < λατινική ego

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (it)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *éǵh-

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ego (la)

Κλίση[επεξεργασία]

Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se

Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (sr)

  • λατινική γραφή του его


Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ego (sv) ουδέτερο