Κουτσομύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κουτσομύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κουτσομύτης, βυζαντινό παρωνύμιο,[1] αυτός που έχει κομμένη ή κοντή μύτη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουτσομύτης αρσενικό (θηλυκό Κουτσομύτη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 81.
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Βαμβακάρης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από παρωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με πρόθημα Κουτσο- (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -μύτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)