ανακατεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανακατεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανακατεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.kaˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐κα‐τεύ‐ο‐μαι

ανακατεύομαι, π.αόρ.: ανακατεύτηκα, μτχ.π.π.: ανακατεμένος, (ενεργ.: ανακατεύω)

  1. → δείτε σημασίες και κλίση στην ενεργητική φωνή 
  2. χάνομαι μέσα στο πλήθος
  3. ασχολούμαι με κάτι
    ⮡  τώρα τελευταία ανακατεύεται με τα πολιτικά
  4. επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
    ⮡  γιατί ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου;
  5. νιώθω αναγούλα, ένα δυσάρεστο αίσθημα στο στομάχι σαν να μου έρχεται εμετός
     συνώνυμα: ανακατώνομαι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]