Μετάβαση στο περιεχόμενο

point of view

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
point of view points of view

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
point of view <  δείτε τις λέξεις point, of και view. κυριολεκτικά: «σημεία θέασης»

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

point of view (en)

  • η άποψη, η οπτική γωνία
      All points of view are represented in the new board of directors.
    Στο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις.