breaking point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
breaking point (en) (μη μετρήσιμο)
- τη στιγμή που τα προβλήματα γίνονται τόσο μεγάλα που ένα πρόσωπο, ένας οργανισμός ή ένα σύστημα δεν μπορεί πια να τα αντιμετωπίσει