breaking point

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

breaking point < → δείτε τις λέξεις breaking και point

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

breaking point (en) (μη μετρήσιμο)

  • τη στιγμή που τα προβλήματα γίνονται τόσο μεγάλα που ένα πρόσωπο, ένας οργανισμός ή ένα σύστημα δεν μπορεί πια να τα αντιμετωπίσει

Πηγές[επεξεργασία]