tip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tip | tips |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tip (en)
- η συμβουλή, η υπόδειξη, χρήσιμη πληροφορία
- φιλοδώρημα, πουρμπουάρ
- η άκρη, η αιχμή, η μύτη, η κορυφή
- χωματερή
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- tip (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- tip (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tip (ro)