πουρμπουάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουρμπουάρ ουδέτερο άκλιτο
- το φιλοδώρημα, επιπλέον χρηματικό ποσό, συνήθως μικρό, που δίνουμε σε κάποιον που μας εξυπηρετεί ή περιποιείται
- θα παίρνεις το βασικό μισθό και ό,τι βγάζεις από τα πουρμπουάρ
- αυτός ο τσιφούτης δεν αφήνει ποτέ πουρμπουάρ
- (μεταφορικά) η δωροδοκία, ο χρηματισμός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουρμπουάρ
|