make a point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
make a point (en)
- (ιδιωματισμός) έχω κάτι ως αρχή
- ↪ He makes a point of being the first to finish.
- Το 'χει σαν αρχή να τελειώνει πρώτος.
- ↪ He makes a point of being the first to finish.