ίντσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίντσα | οι | ίντσες |
γενική | της | ίντσας | των | ιντσών |
αιτιατική | την | ίντσα | τις | ίντσες |
κλητική | ίντσα | ίντσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίντσα < (άμεσο δάνειο) αγγλική inch + κατάληξη θηλυκού γένους -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίντσα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ίντζα (κυπριακά, λαϊκό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αγγλικός δάκτυλος[1] (λόγιο, παρωχημένο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Θεολόγος Βοσταντζόγλου, Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης (Αθήνα 21962), σ. 123.