inch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
inch inches

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

inch (en)

  1. (μονάδα μέτρησης μήκους) μία ίντσα (2,54 εκατοστά)
  2. (μεταφορικά) μια πολύ μικρή απόσταση

Πηγές[επεξεργασία]