intend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας intend
γ΄ ενικό ενεστώτα intends
αόριστος intended
παθητική μετοχή intended
ενεργητική μετοχή intending

Ρήμα[επεξεργασία]

intend (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, θέλω, έχω ένα σχέδιο, αποτέλεσμα ή σκοπό στο μυαλό μου όταν κάνω κάτι
    How long do you intend to stay?
    Πόσον καιρό σκοπεύεις να μείνεις;
    I understand that you intend to sell your house.
    Αντιλαμβάνομαι ότι θέλετε να πουλήσετε το σπίτι σας.
     συνώνυμα:  aim, mean, plan και propose

Πηγές[επεξεργασία]