intend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | intend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intends |
αόριστος | intended |
παθητική μετοχή | intended |
ενεργητική μετοχή | intending |
Ρήμα[επεξεργασία]
intend (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, θέλω, έχω ένα σχέδιο, αποτέλεσμα ή σκοπό στο μυαλό μου όταν κάνω κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- intend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 799. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκοπεύω