intended
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]intended (en) (χωρίς παραθετικά)
- επιδιωκόμενος
- ⮡ the intended result - το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
- που προορίζεται
- ⮡ This dictionary is intended for Greek speakers who are learning English.
- Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
- ⮡ This dictionary is intended for Greek speakers who are learning English.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]intended (en)