σήμα κατατεθέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σήμα κατατεθέν < → δείτε τις λέξεις σήμα και κατατεθείς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική marque déposée)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
σήμα κατατεθέν
- (νομικός όρος) εμπορικό σήμα που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα
- (μεταφορικά) το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου τόπου, προσώπου κ.λπ.
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η χρήση του εκτός της ονομαστικής του ενικού είναι αδόκιμη