badge
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
badge | badges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]badge (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
badge | badges |
badge (fr) αρσενικό