πινακίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πινακίδα < αρχαία ελληνική πινακίς υποκορ. του πίναξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πινακίδα θηλυκό
- ορθογώνιο παραλληλόγραμμο [συνήθως μικρού πάχους στην τρίτη διάσταση] που επιτελεί κάποια χρήση (συμβολικό σήμα, υλικό αντικείμενο, τυπωμένος ή εγχάρακτος πίνακας κτλ)
- (στην ουσία ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, όμως δεν αναφερόμαστε συνήθως στην τρίτη του διάσταση)
- παρόμοιας χρήσης αντικείμενο που δεν είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πινακίδα
πινακίδα κυκλοφορίας οχήματος