σημαδούρα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σημαδούρα | σημαδούρες |
γενική | σημαδούρας | σημαδουρών |
αιτιατική | σημαδούρα | σημαδούρες |
κλητική | σημαδούρα | σημαδούρες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημαδούρα θηλυκό
- αντικείμενο που επιπλέει στη θάλασσα και είναι δεμένο σε άγκυρα· χρησιμοποιείται για να καταδείξει μια περιοχή ή κάτι που βρίσκεται στο βυθό
[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη: σημάδι