Μετάβαση στο περιεχόμενο

tangle

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας tangle
γ΄ ενικό ενεστώτα tangles
αόριστος tangled
παθητική μετοχή tangled
ενεργητική μετοχή tangling

tangle (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) μπλέκω, μπερδεύω, συνήθως ακούσια, κάτι με κάτι άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή
    παράδειγμα  The kitten tangled up my thread.
    Το γατάκι μου έμπλεξε το νήμα.
    παράδειγμα  The nets were tangled in the propeller.
    Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
    παράδειγμα  He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
    Μπερδεύτηκε στα σκοινιά κι έπεσε με το κεφάλι.