jumble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jumble (en)

  • (μόνο στον ενικό) το ανακάτεμα, ένα ακατάστατο ή μπερδεμένο μείγμα πραγμάτων
    His book is a strange jumble of ideas.
    Το βιβλίο του είναι ένα περίεργο ανακάτεμα ιδεών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hodgepodge

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας jumble
γ΄ ενικό ενεστώτα jumbles
αόριστος jumbled
παθητική μετοχή jumbled
ενεργητική μετοχή jumbling

jumble (en)

  • ανακατεύω, μπερδεύω τα πράγματα μαζί με μπερδεμένο ή ακατάστατο τρόπο
    Who jumbled up my papers?
    Ποιος ανακάτεψε τα χαρτιά μου;
    His things were all jumbled together on the bed.
    Τα πράγματά του ήταν όλα μπερδεμένα πάνω στο κρεβάτι.

Πηγές[επεξεργασία]