confuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | confuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confuses |
αόριστος | confused |
παθητική μετοχή | confused |
ενεργητική μετοχή | confusing |
Ρήμα[επεξεργασία]
confuse (en)
- μπερδεύω, κάνω κάποιον που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά ή να καταλάβει κάτι
- μπερδεύω, νομίζω λανθασμένα ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι άλλο
Πηγές[επεξεργασία]
- confuse - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 571-572. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπερδεύω