confuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας confuse
γ΄ ενικό ενεστώτα confuses
αόριστος confused
παθητική μετοχή confused
ενεργητική μετοχή confusing

Ρήμα[επεξεργασία]

confuse (en)

  1. μπερδεύω, κάνω κάποιον που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά ή να καταλάβει κάτι
    The witness was confused when the judge asked him about…
    Ο μάρτυρας μπερδεύτηκε όταν ο δικαστής τον ρώτησε για…
    I was confused by his explanations.
    Με μπέρδεψε με τις εξηγήσεις του.
     συνώνυμα:  get, perplex, puzzle και stump
  2. μπερδεύω, νομίζω λανθασμένα ότι κάποιος ή κάτι είναι κάποιος ή κάτι άλλο
    You have got it all confused.
    Τα έχεις μπερδέψει όλα.
     συνώνυμα: mix up

Πηγές[επεξεργασία]