confused
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | confused |
συγκριτικός | more confused |
υπερθετικός | most confused |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kənˈfjuːzd/
Επίθετο[επεξεργασία]
confused (en)
- ο αποπροσανατολισμένος
- ο μπερδεμένος
- ο σαστισμένος
- ο χαοτικός
- ο παράλογος, ο ανόητος
- ο αμήχανος, ο ντροπιασμένος
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
confused (en)