σαστίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak
Ρήμα
[επεξεργασία]σαστίζω, πρτ.: σάστιζα, στ.μέλλ.: θα σαστίσω, αόρ.: σάστισα, μτχ.π.π.: σαστισμένος
- εκπλήσσομαι ή ξαφνιάζομαι από κάτι και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαστίζω | σάστιζα | θα σαστίζω | να σαστίζω | σαστίζοντας | |
β' ενικ. | σαστίζεις | σάστιζες | θα σαστίζεις | να σαστίζεις | σάστιζε | |
γ' ενικ. | σαστίζει | σάστιζε | θα σαστίζει | να σαστίζει | ||
α' πληθ. | σαστίζουμε | σαστίζαμε | θα σαστίζουμε | να σαστίζουμε | ||
β' πληθ. | σαστίζετε | σαστίζατε | θα σαστίζετε | να σαστίζετε | σαστίζετε | |
γ' πληθ. | σαστίζουν(ε) | σάστιζαν σαστίζαν(ε) |
θα σαστίζουν(ε) | να σαστίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σάστισα | θα σαστίσω | να σαστίσω | σαστίσει | ||
β' ενικ. | σάστισες | θα σαστίσεις | να σαστίσεις | σάστισε | ||
γ' ενικ. | σάστισε | θα σαστίσει | να σαστίσει | |||
α' πληθ. | σαστίσαμε | θα σαστίσουμε | να σαστίσουμε | |||
β' πληθ. | σαστίσατε | θα σαστίσετε | να σαστίσετε | σαστίστε | ||
γ' πληθ. | σάστισαν σαστίσαν(ε) |
θα σαστίσουν(ε) | να σαστίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαστίσει | είχα σαστίσει | θα έχω σαστίσει | να έχω σαστίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαστίσει | είχες σαστίσει | θα έχεις σαστίσει | να έχεις σαστίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαστίσει | είχε σαστίσει | θα έχει σαστίσει | να έχει σαστίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαστίσει | είχαμε σαστίσει | θα έχουμε σαστίσει | να έχουμε σαστίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαστίσει | είχατε σαστίσει | θα έχετε σαστίσει | να έχετε σαστίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαστίσει | είχαν σαστίσει | θα έχουν σαστίσει | να έχουν σαστίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαστίζω