confusing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός confusing
συγκριτικός more confusing
υπερθετικός most confusing

confusing (en)

  • μπερδευτικός, μπερδεμένος, που είναι δύσκολο να κατανοηθεί· δεν είναι σαφές
    ⮡  a confusing story - μπερδευτική ιστορία
    ⮡  It’s all so confusing!
    Είναι όλα τόσο μπερδεμένα!

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

confusing (en)