puzzle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
puzzle | puzzles |
puzzle (fr) αρσενικό
- το παζλ, η σπαζοκεφαλιά
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
puzzle (eo)
- το παζλ, η σπαζοκεφαλιά