puzzle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
puzzle | puzzles |
puzzle (en)
- κάτι που είναι δύσκολο να καταλάβουμε
- το παζλ
- το αίνιγμα
- (αρχαϊκό) που έχει φτιαχτεί με έξοχη ικανότητα, μια τέλεια κατασκευή
- η αμηχανία
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | puzzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puzzles |
αόριστος | puzzled |
παθητική μετοχή | puzzled |
ενεργητική μετοχή | puzzling |
puzzle (en)
- (μεταβατικό) μπερδεύω, προβληματίζω, βάζω κάποιον σε απορία, κάνω κάποιον να αισθάνεται μπερδεμένος επειδή δεν καταλαβαίνει κάτι
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
puzzle | puzzles |
puzzle (fr) αρσενικό
- το παζλ, η σπαζοκεφαλιά
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]puzzle (eo)
- το παζλ, η σπαζοκεφαλιά
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (καναδικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)