παζλ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παζλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική puzzle
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
παζλ ουδέτερο άκλιτο
- επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης πρέπει να ταιριάζει κομματάκια για να δημιουργήσει μια πλήρη εικόνα
- (μεταφορικά) δύσκολο πρόβλημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)